- σελευκίδης
- ο, ΝΑ1. ο απόγονος τού βασιλιά τής Συρίας Σελεύκου ΑΝικάτορος2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Σελευκίδες και oἱ Σελευκίδαιπεριληπτική ονομασία τών διαδόχων τού βασιλιά τής Συρίας Σελεύκου Α' Νικάτορος («το κράτος τών Σελευκιδών»).[ΕΤΥΜΟΛ. < Σέλευκος + πατρωνυμική κατάλ. -ίδης (πρβλ. Κρον-ίδης)].
Dictionary of Greek. 2013.